- διαιτητικός
- -ή, -ό (Α διαιτητικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαιτησία ή στον διαιτητή2. ο σχετικός με τη δίαιτα («διαιτητική αγωγή»)3. ο σχετικός με τη διατροφή («η διαιτητική τού ανθρώπου»)νεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η διαιτητικήα) κλάδος τής ιατρικής και τής υγιεινής που ασχολείται με την προσαρμογή τής διατροφής στις ειδικές ανάγκες τών ασθενώνβ) ιατρικό σύγγραμμα σχετικό με τη δίαιτααρχ.το ουδ. ως ουσ. διαιτητικόνκρίση διαιτητή, απόφαση διαιτητή.
Dictionary of Greek. 2013.